- αναζυμούμαι
- (ε) бродить, закисать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναναζυμούμαι — όομαι, Μ αναζυμώνομαι μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζυμοῦμαι «ζυμώνομαι, φουσκώνω»] … Dictionary of Greek